αυλωδός

αυλωδός
αὐλῳδός, ο (Α)
αυτός που τραγουδά με συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ῳδός < ᾴδω (< αείδω) (πρβλ. μελῳδός, τραγῳδός, υμνῳδός κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αὐλῳδός — one who sings to the flute masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σακάδας — Αυλωδός από το Άργος, που, κατά τον Παυσανία, νίκησε τρεις φορές στους αυλητικούς αγώνες των Πυθίων. Είχε γίνει πολύ γνωστός με τη σύνθεση του Πυθικός νόμος, που περιέγραφε τη μάχη του θεού Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Σ’ αυτόν αποδίδεται… …   Dictionary of Greek

  • αὐλῳδοί — αὐλῳδός one who sings to the flute masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῳδῷ — αὐλῳδός one who sings to the flute masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῳδόν — αὐλῳδός one who sings to the flute masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλωδία — αὐλῳδία, η (Α) [αυλῳδός] τραγούδι με συνοδεία αυλού …   Dictionary of Greek

  • αυλωδώ — αὐλῳδῶ ( έω) (Μ) [αυλῳδός] τραγουδώ με συνοδεία αυλού …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • αὐλῳδοῖς — αὐλῳδέω sing to the flute pres opt act 2nd sg (attic epic doric) αὐλῳδός one who sings to the flute masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλῳδῶν — αὐλῳδέω sing to the flute pres part act masc nom sg (attic epic doric) αὐλῳδός one who sings to the flute masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”